Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Η ΠΕΝΑ


Την κοιτούσε μελαγχολικά. “Μου χάρισες αυτά που ήθελα αλλά για αντάλλαγμα θέλεις περισσότερα απ' όσα νόμιζα”, ψιθύρισε. Την κράτησε σφιχτά στο χέρι και φώναξε: “Τελευταία φορά που σε κρατάω στο χέρι μου. Δε θα αφήσω να καταστρέψεις ότι αγάπησα περισσότερο σ' αυτόν τον κόσμο”.
Την πέταξε με δύναμη πάνω στα βράχια. Η πένα έγινε θρύψαλα. Το κύμα έσκασε στο βράχο παρασύροντας στο βυθό την κομματιασμένη πένα...
Η ιστορία βέβαια είχε ξεκινήσει μερικά χρόνια πιο πριν. Ένας νεαρός επίδοξος συγγραφέας συνάντησε ένα γέρο. Ο γέρος έδωσε στο νεαρό συγγραφέα μια πένα η οποία είχε μαγικές ικανότητες. Θα του χάριζε έμπνευση για να γράψει βιβλία. Τα βιβλία αυτά θα τον έκαναν γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό επεδίωκε κι ο νεαρός. Να γίνει ένας πασίγνωστος συγγραφέας.
“Έχω στα χέρια μου το όνειρό μου”, είπε από μέσα του ο νεαρός.
“Θυμήσου όσα σου είπα”, του είπε ο γέρος. “Η πένα δε χρειάζεται μελάνι. Είναι γεμάτη με αίμα έκπτωτων αγγέλων. Όσα θα γράφεις με αυτή θα συναρπάζουν τον κόσμο και θα σε κάνουν πασίγνωστο χαρίζοντας σου πλούτη και δόξα. Δε θα σταματήσει να γράφει αν εσύ δεν την σταματήσεις. Ο μόνος τρόπος να σταματήσει να γράφει είναι να καταστραφεί. Κι όταν η πένα καταστραφεί θα πεθάνεις κι εσύ μαζί της. Είσαι σίγουρος λοιπόν ότι τη θες;”
“Ναι”, του απάντησε ο νεαρός συγγραφέας.
“Από αυτή τη στιγμή είναι δική σου και ισχύει ότι συμφωνήσαμε”, του είπε ο γέρος κι έφυγε.
Πράγματι, η πένα έκανε το συγγραφέα πασίγνωστο. Έγινε αυτό που πάντα ήθελε. Πλούτισε κι απέκτησε δόξα. Το τελευταίο βιβλίο που είχε ξεκινήσει είχε πρωταγωνιστή τη γυναίκα που αγαπούσε. Ήταν ο έρωτας της ζωής του. Η γυναίκα αυτή ήταν ότι είχε αγαπήσει στη ζωή του περισσότερο.
Τα πράγματα όμως είχαν πάρει πολύ περίεργη τροπή. Ότι έγραφε γινόταν πραγματικότητα. Τα βιβλία του δεν είχαν ποτέ αίσιο τέλος. Και όλα συνέβαιναν σε συγγενείς του, φίλους του, γνωστούς του. Έπρεπε να κάνει κάτι για να σταματήσει αυτό. Δεν το άντεχε να πληγώνει ανθρώπους. Ανθρώπους που αγαπούσε. Πόσο μάλλον την γυναίκα αυτή.
Θυμήθηκε το γέρο που του είχε δώσει την πένα και τη συζήτηση που είχαν πριν από χρόνια. Έβαλε βιαστικά την πένα στην τσέπη του μπουφάν του κι έφυγε για την παραλία. Φτάνοντας στην παραλία, πλησίασε τα βράχια και κοιτούσε το κύμα που έσκαγε πάνω τους . Έβγαλε την πένα από την τσέπη του. Την κρατούσε στο χέρι του και την κοιτούσε...

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Ο άγγελος του Θεού


Μια φορά, ο Θεός, είχε έναν άγγελο στον παράδεισο, που τον αγαπούσε πάρα πολύ,
και του είχε περισσότερη αδυναμία από τους υπόλοιπους αγγέλους!
Με συνέπεια, αυτός ο άγγελος να ζητάει όλο και περισσότερα πράγματα από τον Θεό.
Έτσι ο Θεός μια μέρα του έδωσε τις δυνάμεις του για τρεις μέρες.
Όμως ο άγγελος που ήθελε να γίνει Θεός, προσπάθησε κρυφά, να φτιάξει έναν άλλο κόσμο,
(τον κάτω κόσμο) που θα είναι αυτός ο Θεός
Άλλα λόγο του ότι δεν είχε για πολλές μέρες την δύναμή του Θεού δεν κατάφερε να τον
ολοκληρώσει. Και έτσι, ο πιο αγαπημένος άγγελος του Θεού, φεύγει από τον παράδεισο,
και παει στον δικό του ημιτελή κόσμο!
Τότε ο Θεός προσπαθώντας να βρει έναν αντάξιο αντικαταστάτη του, άρχισε να ψάχνει
έναν, έναν τους αγγέλους στον παράδεισο, για να βρει τον πιο καλό και πιο (άγιο)!
Ο Θεός έψαχνε μέρα νύχτα για να βρει τον άγγελο, αλλά δεν κατάφερνε να βρει κάποιον
πάρα πολύ καλό και (άγιο) άγγελο.
Τότε θυμήθηκε ότι είχε στείλει έναν πολύ καλό και (άγιο) άγγελο στη Γη!!!
Έτσι, αποφάσισε να ξαναφέρει αυτόν τον καλό άγγελο και πάλι στον παράδεισο.
Ο Θεός ήξερε τον πόνο που θα προκαλούσε αυτή η κίνηση του, στην οικογένεια που είχε
στείλει αυτόν τον άγγελο. Αλλά η θέση Του, ήταν στον παράδεισο, δίπλα από τον Θεό!
Έτσι ο Θεός έστειλε άλλους τρεις αγγέλους σε αυτήν την οικογένεια, για να είναι μαζί της,
και να την προσέχουν για πάντα!

<<Αφιερωμένο>>

Υ.Γ. <<Τίποτα δεν είναι τυχαίο>> είχε πει για πρώτη φορά ο Sigmund Freud!
Ας μην το ξεχνάμε.....

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Ο βασλιάς και τα δώρα


Μια φορά, ένας βασιλιάς ήθελε να παντρέψει την κόρη του.
και διοργάνωσε στο παλάτι του ένα χορό για να βρει η κόρη
του τον κατάλληλο άντρα για να παντρευτούν.
Ο βασιλιάς είχε πει στους υποψήφιους γαμπρούς ότι
αυτός που θα φέρει το μεγαλύτερο δώρο στην κόρη του,
αυτός θα την παντρευτεί.
Οι υποψήφιοι γαμπροί, ψάχνανε να βρούνε ένα δώρο
που θα ήτανε μεγάλης αξίας αλλά και που θα εντυπωσίαζε
τον βασιλιά, και έτσι θα παντρευόταν την κόρη του, αλλά
και θα παίρνανε και το βασίλειο όταν θα πέθαινε ο βασιλιάς.
Ο πρώτος που πήγε στον χορό, έφερε για δώρο μια ολόχρυση
προτομή του βασιλιά.
Ο δεύτερος, έφερε για δώρο ένα σεντούκι γεμάτο χρυσό και
διαμάντια.
Και ο τρίτος πήγε χωρίς να φέρει τίποτα.
τότε ο βασιλιάς γεμάτος απορία, τον ρώτησε τι δώρο έφερε
για να δει αν είναι ικανός για την κόρη του.
Και τότε ο <<τρίτος>> με περίσσιο θάρρος του αποκρίθηκε
τίποτα, μόνο την <<αγάπη>> μου και την φροντίδα μου!
Η ώρα περνούσε, και ο βασιλιάς έπρεπε να αποφασίσει
Ποιον θα κάνει γαμπρό της κόρης του.
Έτσι ο βασιλιάς, αποφάσισε και είπε ότι για άντρα της κόρης του,
Θα κάνει τον <<τρίτο>>, γιατί <<τα πλούτη και ο χρυσός, δεν
θα της λείψουν πότε. Αυτά τα έχει ήδη και θα τα έχει για πάντα,
αυτό που της λείπει, είναι ένας άντρας που θα την αγαπάει και θα
την φροντίζει μέχρι το τέλος της ζωής της.>>

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

Τι είναι αγάπη


Ένας άνθρωπος, πλέων εβδομήντα χρονών, είχε αφιερώσει ολόκληρη
την ζωή του ψάχνοντας τι πάει να πει <<αγάπη>> .
Είχε γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο και ρωτούσε αν ήξερε κανείς
να του απαντήσει.
Μία φορά στη έρημο ρώτησε ένα σύννεφο αν ξέρει να του πει
τι σημαίνει <<αγάπη;>> Τότε το σύννεφο έριξε λίγες σταγόνες
βροχής πάνω στην ξέρει έρημο, και του είπε:
<<Αυτό είναι αγάπη!>>
Ο άνθρωπος μην μένοντας ευχαριστημένος από την απάντηση
που του έδωσε το σύννεφο, ρωτάει την ξέρει έρημο, αν ξέρει αυτή
να του πει τι σημαίνει <<αγάπη.>>
Τότε η έρημος, εκεί που έπεσαν οι σταγόνες βροχής φύτρωσε μία
πολύ όμορφη τριανταφυλλιά. και η έρημος του είπε:
<<Αυτό είναι αγάπη!>>
Ο άνθρωπος, πάλι δεν έμεινε ευχαριστημένος από την απάντηση
που του έδωσε η έρημος, και έτσι ρώτησε την τριανταφυλλιά αν
ξέρει να του πει τη σημαίνει <<αγάπη.>>
Η τριανταφυλλιά πριν προλάβει να του απαντήσει, ξεράθηκε από
την πολλή ζέστη που είχε η στην έρημο και έπεσε κάτω.
Έτσι ο άνθρωπος φεύγει από την έρημο απογοητευμένος που δεν
πήρε καμία απάντηση.
Μετά από λίγα χρόνια ενώ έψαχνε ακόμα. Ανέβηκε στο ψηλότερο βουνό,
γιατί εκεί του είχανε πει ότι είναι ένας πάρα πολύ σοφός γέρος που ξέρει
τι σημαίνει <<αγάπη.>>
Όταν συνάντησε τον σοφό γέρο, ο άνθρωπος, του δηγήθηκε το περιστατικό
στην έρημο, και του είπε, ότι δεν μπορεί να είναι αυτό, η <<αγάπη,>> γιατί
είναι πάρα πολύ απλό και εύκολο!
Τότε ο σοφός γέρος του είπε:
<<¨Άνθρωπε, δεν είναι τόσο απλό και εύκολο να φυτρώσει μια τριανταφυλλιά
στην έρημο, έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Η <<αγάπη>> δεν είναι καθόλου
απλό και εύκολο πράγμα!>>

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Όταν μοιράζεσαι τη λύπη, είναι μισή λύπη, όταν μοιράζεσαι τη χαρά, η χαρά διπλασιάζεται!

Πολλά χρόνια πριν 2 άντρες άγνωστοι μεταξύ τους, νοσηλευόταν στο νοσοκομείο. Στο δωμάτιο ήταν οι δυο τους και λόγω των προβλημάτων υγείας που είχαν ήταν υποχρεωμένοι να μένουν καθηλωμένοι στα κρεβάτια τους χωρίς να μπορούν να σηκωθούν από αυτά. Έτσι λοιπόν οι δύο αυτοί άνθρωποι έμειναν πολύ καιρό στο νοσοκομείο και στο δωμάτιο που ήταν γνωριστήκαν. Μίλησαν για τις γυναίκες τους, την δουλειά τους και για πάρα πολλά άλλα πράγματα.
Το δωμάτιο είχε ένα μόνο ένα παράθυρο κι έτσι μια μέρα, ο άντρας που ήταν μακριά από το παράθυρο, ζήτησε από τον άλλον να του πει τι βλέπει από εκεί, μιας και είχε τόσο καιρό να δει τον έξω κόσμο. Του είπε ότι από το παράθυρο μπορούσες να δεις ένα πάρκο. Το πάρκο αυτό ήταν γεμάτο καταπράσινα δέντρα που στη σκιά τους έπαιζαν ανέμελα πολλά παιδάκια. Στα παγκάκια του πάρκου καθόταν οι μητέρες των παιδιών και λίγο πιο δίπλα υπήρχε μια βρύση με τρεχούμενο νερό. Κάθε μέρα λοιπόν του περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το τι έβλεπε από το παράθυρο. Ο άντρας που βρισκόταν μακριά από το παράθυρο, άκουγε την περιγραφή με πολύ προσοχή κι έκλεινε τα μάτια του για να μπορεί να σχηματίζει πιο εύκολα στο μυαλό του τις εικόνες που του περιέγραφε.
Έτσι κυλούσε ο καιρός ώσπου ένα πρωί ο άντρας που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο πέθανε. Ο άλλος ζήτησε από το νοσηλευτικό προσωπικό να τον μεταφέρουν στο κρεβάτι που ήταν δίπλα στο παράθυρο για να μπορεί να βλέπει έξω. Πράγματι τον μετέφεραν κοντά στο παράθυρο. Κοίταξε από το παράθυρο κι έμεινε έκπληκτος. Το παράθυρο έβλεπε στον ακάλυπτο χώρο του νοσοκομείου και το μόνο που φαινόταν από εκεί ήταν ένας άσπρος τοίχος. Ρώτησε τότε τη νοσοκόμα που ήταν εκεί πως είναι δυνατόν ο άνθρωπος που πέθανε, να του περιέγραφε τόσο όμορφες εικόνες όταν το μόνο που έβλεπε από εκεί ήταν ένας άσπρος τοίχος;
Η νοσοκόμα του απάντησε πως ο άνθρωπος αυτός ήταν τυφλός και δε θα μπορούσε ούτε καν τον άσπρο τοίχο να δει!
«Ίσως προσπάθησε να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα!» του είπε η νοσοκόμα.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Οι δύο τριανταφυλλιές


Μια φορά ο έρωτα, όπως μοίραζε απλόχερα τα βέλη του,
κατά λάθος ρίχνει ένα βέλος ανάμεσα σε δύο τριανταφυλλιές,
που ήτανε δίπλα, δίπλα.
Έτσι οι δύο τριανταφυλλιές, ερωτευτήκανε.
Αλλά η απόσταση, ήταν πάρα πολύ μεγάλη και δεν μπορούσανε
να ακουμπήσει η μια την άλλη.
Ο καιρός περνούσε και ερχότανε η άνοιξη. Οι δύο ερωτευμένες
τριανταφυλλιές, μη χάνοντας χρόνο, άρχισαν να ανθίζουν όλο
και περισσότερο και να μεγαλώνουν τα κλαδιά τους, για να
μπορέσουνε να αγκαλιαστούνε.
Ήρθε η άνοιξη, αλλά τα κλαδιά δεν έλεγαν να μεγαλώσουν τόσο,
ώστε να μπορέσουν να αγκαλιαστούνε.
Έφτασε το φθινόπωρο και οι δύο ερωτευμένες τριανταφυλλιές
δεν είχαν ενωθεί, αλλά η φλόγα από αγάπη που έκαιγε τις καρδίες
τους, δεν έλεγε να σβήσει.
Ένα βράδυ που έκανε πάρα πολύ κρύο, και πέρναγε από εκεί
ένας άνεμος.
Τότε, φωνάζει η μια τριανταφυλλιά τον άνεμο, και του ζητάει
αν μπορεί να φυσήξει λίγο πιο δυνατά, για να μπορέσουν να
ακουμπήσουνε με τα κλαδιά η μία την άλλη, μιας και αγαπιούνται
τόσο πολύ, αλλά δεν μπορούν να αγκαλιαστούνε.
Ο άνεμος συμφώνησε και άρχισε να φυσάει.
Όσο ποιο δυνατά φυσούσε ο άνεμος, τόσο ποιό κοντά φτάνανε τα
κλαδιά τους. Μέχρι σε κάποια στιγμή ακουμπάει το ένα το άλλο.
Οι δύο τριανταφυλλιές βγάλανε μια κραυγή πόνου και ζητήσανε από
τον άνεμο να σταματήσει, μιας και είχανε τρυπηθεί η μια, με τα αγκάθια
της αλληνής.
Τότε ο άνεμος σαν ποιο σοφός και πολυταξιδεμένος είπε στις δύο τριανταφυλλιές:
<< Ο έρωτας πονάει, δεν είναι παιχνίδι.>>
Β.Β.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

Ο απαγορευμένος καρπός


Όταν ο Αδάμ είδε για πρώτη φορά την Εύα στον παράδεισο , κάτι
ένοιωσε μέσα του, και αμέσως έτρεξε να ρωτήσει τον Θεό τι
ήταν αυτό το συναίσθημα που ένοιωσε για την μέχρι τότε άγνω-
στη κοπέλα που ζούσε μαζί του στο παράδεισο.

Τότε ο Θεός του απάντησε:

<< Αυτό που ένοιωσες, για την κοπέλα Αδάμ, το λέμε αγάπη.
Είναι ότι πιο όμορφο υπάρχει στη γη, και θα υπάρχει για πάντα.
Ο άνθρωπος θα σκέφτεται με βάση την αγάπη, θα δουλεύει με
βάση την αγάπη και θα κάνει πολλά πράγματα με βάση την αγάπη.
Αλλά αν δεν την χειριστεί καλά, μπορεί να γίνει καταστροφική
γι’ αυτόν. >>

Με το πέρασμα του καιρού, ο Αδάμ αγαπούσε όλο και περισσότερο
και την Εύα και θα έκανε τα πάντα για να την βλέπει να είναι χαρού-
μενη .
Έτσι μια μέρα η Εύα ζήτησε από τον Αδάμ να δοκιμάσει τον καρπό
ενός δέντρου που ο Θεός τους είχε απαγορεύσει να φάνε. Ο Αδάμ
μη θέλοντας να χαλάσει το χατίρι της Εύας, δοκιμάζει.
Μέσα σε λίγα λεπτά ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, η γη να ανοί-
γει στα δύο και ο δρόμος προς την κόλαση να είναι πια φανερός.
Τότε ο Αδάμ έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό και είπε:

<< Γιατί γίνανε όλα έτσι Θεέ μου? Εγώ από ΑΓΑΠΗ το έκανα.>>
Β.Β.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Το λιοντάρι της ζούγκλας

Μια φορά σε έναν ζωολογικό κήπο, φέρνουν ένα λιοντάρι από την
ζούγκλα, για να φέναιτε στο κοινό πιο αληθηνή η συμπεριφορά
των ζώων.
Τα λιοντάρια του ζωολογικού κήπου, συζητούσαν μεταξή τους, για
την παράξενη συμπεριφορά του νέου λιονταριού. Και απορούσανε
γιατί δεν είναι ευτηχισμένο στον ζωολογικό κήπο, αφού όλοι οι υ-
πάλιλοι τους δώνανε ότι θέλανε, για να είναι ευτιχισμένοι.
Έτσι μια μέρα αποφασίσανε να πάνε να το ρωτήσουνε.
Όταν το ρωτήσανε, αυτό τους αποκρίθηκε:
<<Πως μπορώ να είμαι ευτιχισμένος εδώ; Ούτε χόρο μεγάλο για να
τρέξω έχει, ούτε άλλα ζώα, για να κυνηγήσω για να φάω.>>
Τα άλλα ζώατον κοιτούσανε απορημένα. Γιατί στον ζωολογικό Κήπο,
δεν χεριάζετε, να κυνηγάνε για να φάνε, αλλά ούτε τίποτα άλλο από
όσα έλεγε, χρειαζόταν να κάνουνε. Γιατί τα είχανε όλα έτοιμα.
Στην συνέχια τον ρωτήσανε για το πώς είναι η ζωή στην ζούγκλα.
Όταν τους εξήγησε, τα περισσότερα λιοντάρια το βρήκανε πολύ
Βάρβαρο, και ευχαριστούσαν τον θεό που γεννήθηκαν στον ζώο-
λογικό κήπο.
Τότε το λιοντάρι από την ζούγκλα τους είπε:
<<Το ότι γεννηθήκατε εδώ, και μάθατε να ζείτε εδώ, δεν συμένη ότι
εδώ είναι η θέση σας, ότι εδώ, έπρεπαι να ζούνε όλα τα λιοντάρια.
Η φύση των λιονταριών είναι στην ζούγλα, και όχι στους ζωολογικούς
Κήπους. Αλλά, επιδή σας μάθανε να ζήτε έτσι, και να πιστεύετε ότι αυτό
είναι το σωστό, δεν πάει να πεί πάντα ότι έτσι είναι.>>

Ότι σου λένε να κάνεις κάτι, γιατί είναι το σωστο, εσύ πρίν το κάνεις,
βεβαιώσου ότι είναι το σωστό.
{ πίστευε , και μη ερεύνα }--------{ πίστευε και μη , ερεύνα }
Β.Β.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Ο σκύλος και η γάτα

Μια μέρα, συναντώνται δύο φίλοι τυχαία στον δρόμο.
Ο πρώτος κρατάει μια γάτα στην αγγαλιά του και ο δε-
ύτερος έχει ένα σκύλο μαζί του. Εκεί που τα λέγανε οι
φίλοι, η κουβέντα πάει στον λόγο για τον οποίο έχει
ο καθένας κατοικίδιο του.
Ενώ οι φίλοι συζητάγανε τους διάφορους λόγους για
Τα κατοικίδια, ο πρώτος με την γάτα λέει ότι η γάτα
Είναι πιο έξυπνη από την σκύλο και γι’ αυτό το λόγο
του αρέσει περισότερο. Ο άλλος με τον σκύλο μη θέ-
λωντας να το δεχτεί αυτό του λέει να του δώσει ένα
παράδηγμα.
Τότε αυτός με την γάτα του λέει:
<< Ο σκύλος, βλέπει τον άνθρωπο που τον ταίζει, τον
φροντίζει, τον πάει βόλτα, και ότι άλλο θέλει του το
κάνει. Άρα σκέφτετα,ι ο ανθρωπος, είναι θεός και τα
κάνει όλα αυτά για εμένα.
Ενώ η γάτα βλέπει τον άνθρωπο που την ταίζει, την
φροντίζει, την πάει βόλτα, και ότι άλλο θέλει της το
κάνει. Άρα σκέφτεται, είμαι θέα και γι’ αυτό μου τα
κάνει όλα αυτά ο άνθρωπος.>>
Β.Β

Η αγαπη ολους τους βρισκει

Η Ελίζα, στα δεκαοχτώ της χρόνια αποφάσισε να
Φύγει από το μικρό χωριό της για να βρει τον
Έρωτα της ζωής της.
Σε μία μεγαλύτερη πόλη πια η Ελίζα, αρχίζει να αναζητάει
Το άλλο της μισό. Έχει κάνει φίλες, έχει πάει σε οτιδήποτε
Εκδηλώσεις, για να δει και να γνωρίσει κόσμο, ώστε να
Βρει τον κατάλληλο άντρα γι’ αυτήν.
Όλα αυτά βέβαια, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Έτσι αποφά-
Σησε να φύγει και από αυτήν την πόλη και να πάει κάπου
Αλλού.
Αλλά και στη άλλη πόλη τίποτα, δεν μπορούσε να βρει αυτό
Που έψαχνε. Και ο καιρός περνούσε, και η τότε δεκαοχτάχρονη
Ελίζα πια έχει φτάσει στα σαράντα χωρίς να βρει τον
Άντρα που θα ήθελε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της.
Έτσι απογοητευμένη τα παρατάει όλα και γυρίζει πάλι
Στο μικρό χωριό της.
Μια πολλή ζεστή και ηλιόλουστη μέρα πήγε μια βόλτα
Στην κορυφή του βουνού που ήταν χτισμένο το χωριό της,
Για να απολαύσει το απέραντο μεγαλείο της φύσης.
Καθώς χάζευε καθισμένη σε ένα κιόσκι που υπήρχε
Εκεί, πλησιάζει ένας Ιταλός τουρίστας και την ρωτάει
Διάφορα για το βουνό που βρίσκονται.

Αυτός ο Ιταλός τουρίστας έμελε να είναι και ο έρωτας
Της ζωής της, καθώς γνωριστήκανε, ερωτευθήκανε και
Μετά από ένα χρόνο παντρευτήκανε .
Β.Β.