Μια φορά ο έρωτα, όπως μοίραζε απλόχερα τα βέλη του,
κατά λάθος ρίχνει ένα βέλος ανάμεσα σε δύο τριανταφυλλιές,
που ήτανε δίπλα, δίπλα.
Έτσι οι δύο τριανταφυλλιές, ερωτευτήκανε.
Αλλά η απόσταση, ήταν πάρα πολύ μεγάλη και δεν μπορούσανε
να ακουμπήσει η μια την άλλη.
Ο καιρός περνούσε και ερχότανε η άνοιξη. Οι δύο ερωτευμένες
τριανταφυλλιές, μη χάνοντας χρόνο, άρχισαν να ανθίζουν όλο
και περισσότερο και να μεγαλώνουν τα κλαδιά τους, για να
μπορέσουνε να αγκαλιαστούνε.
Ήρθε η άνοιξη, αλλά τα κλαδιά δεν έλεγαν να μεγαλώσουν τόσο,
ώστε να μπορέσουν να αγκαλιαστούνε.
Έφτασε το φθινόπωρο και οι δύο ερωτευμένες τριανταφυλλιές
δεν είχαν ενωθεί, αλλά η φλόγα από αγάπη που έκαιγε τις καρδίες
τους, δεν έλεγε να σβήσει.
Ένα βράδυ που έκανε πάρα πολύ κρύο, και πέρναγε από εκεί
ένας άνεμος.
Τότε, φωνάζει η μια τριανταφυλλιά τον άνεμο, και του ζητάει
αν μπορεί να φυσήξει λίγο πιο δυνατά, για να μπορέσουν να
ακουμπήσουνε με τα κλαδιά η μία την άλλη, μιας και αγαπιούνται
τόσο πολύ, αλλά δεν μπορούν να αγκαλιαστούνε.
Ο άνεμος συμφώνησε και άρχισε να φυσάει.
Όσο ποιο δυνατά φυσούσε ο άνεμος, τόσο ποιό κοντά φτάνανε τα
κλαδιά τους. Μέχρι σε κάποια στιγμή ακουμπάει το ένα το άλλο.
Οι δύο τριανταφυλλιές βγάλανε μια κραυγή πόνου και ζητήσανε από
τον άνεμο να σταματήσει, μιας και είχανε τρυπηθεί η μια, με τα αγκάθια
της αλληνής.
Τότε ο άνεμος σαν ποιο σοφός και πολυταξιδεμένος είπε στις δύο τριανταφυλλιές:
<< Ο έρωτας πονάει, δεν είναι παιχνίδι.>>
Β.Β.